
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η μετα-νεωτερική μας καθημερινότητα βρίθει αναμφισβήτητα από προστάγματα απόλαυσης που προσκαλούν σε ξέφρενη καταναλωτική εμπειρία και πρόσκαιρα καταναλώσιμα συναισθήματα. Φάε, αγόρασε, κατανάλωσε, κάνε τούτο και το άλλο για να μεταμορφωθείς και να αισθανθείς έτσι ή αλλιώς, νέος/α, ωραίος/α, χαρούμενος/η, ποθητός/η, για να απαλλαχθείς από το άγχος, την μελαγχολία, τις σκοτούρες, να σε θέλουν όλοι, να είσαι όπως τους άλλους, κλπ. Η μετα-σύγχρονη εποχή μας, ενθαρρύνει και συντηρεί με βίαιο τρόπο την εμμονή στο ποσοτικό, το υπολογίσιμο, το μετρήσιμο, το γρήγορο και το αποτελεσματικό. Ο άνθρωπος παρακινείται στο να τα θέλει όλα χωρίς να απωλέσει τίποτα. Να τακτοποιήσει τη ζωή του μεθοδικά, υπολογιστικά, και με ‘μαθηματική’ ακρίβεια να διασφαλίσει βεβαιότητες. Τη ζωή του, που είναι προορισμένη κατά τ ’άλλα να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και συνεπώς σύμφυτη με την α-βεβαιότητα.
Η θηριώδης επέκταση της χρήσης του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προωθούν την κυριαρχία άμεσων, ετοιμοφόρετων λύσεων και απαντήσεων στις επιθυμίες, δυσκολίες και δυσφορίες του ανθρώπου, διαθέσιμες στα ακροδάχτυλά του. Λύσεις φαινομενικά ανεξάντλητες, γρήγορες και άμεσα διαθέσιμες, που σπανίως λαμβάνουν υπόψη την υποκειμενικότητα, ή αλλιώς την ιδιαιτερότητα του. Αυτή η τάση για ακόρεστη κατανάλωση και η εμμονή στην ποσοτική αποκωδικοποίηση της ζωής, συρρικνώνουν τον άνθρωπο σε μια απρόσωπη μηχανή, ο οποίος εγκλωβίζεται μέσα στις τάσεις και στα προστάγματα αυτά της εποχής του, και δεν υποπτεύεται το ψυχικό, αλλά και σωματικό κόστος που απορρέει από την εμπλοκή του σε αυτόν το κυκλώνα δράσης. Τα ψυχικά αδιέξοδα που προκύπτουν από αυτού του είδους τις μάταιες απόπειρες, τα συναντάμε πολύ συχνά στην κλινική της ψυχοθεραπείας, μέσα από μια πληθώρα εκφάνσεων δυσφορίας και ψυχικής οδύνης των θεραπευόμενων. Η τάση που επιμένει να ‘τακτοποιεί’ μεθοδικά την ανθρώπινη οδύνη και να καταργεί τη διαφοροποίηση του ανθρώπου, φαίνεται να καταργεί τον ίδιο τον άνθρωπο, την μοναδικότητα και ιδιοπροσωπία του. Το ότι οι άνθρωποι δυσφορούν για παρόμοια ζητήματα, όταν για παράδειγμα δυσκολεύονται να βρουν ένα ερωτικό σύντροφο, παλεύουν για μια ‘επιτυχημένη’ επαγγελματική, ερωτική και οικογενειακή ζωή, είναι αντιμέτωποι με θανάτους δικών τους ανθρώπων, και με άλλες απώλειες, με προβλήματα υγείας, κλπ., δεν συνεπάγεται ότι οι δυσκολίες αυτές απαιτούν την ίδια νοηματοδότηση και χρήζουν την ίδια αντιμετώπιση και κατανόηση. Αυτό εξυπακούει ότι απαιτείτε χρόνος και λεπτομερή δουλειά. Ο άνθρωπος χρειάζεται να σταθεί, να αντι-σταθεί στη φόρα της ταχύτητας αυτής που προτάσσει η εποχή του, να παρατηρήσει, ν’ αναλογιστεί τι του είναι πραγματικά απαραίτητο, τι περιττό, να πάρει τις αποφάσεις του, όπως μπορεί, στο δικό του χρόνο και ρυθμό.
«Τι μου συμβαίνει;», «Γιατί αισθάνομαι τόσο άγχος;», «Μα γιατί να επαναλαμβάνω αυτό που μου είναι επώδυνο;», «Πως θα σταματήσω να αισθάνομαι έτσι;» «Πως θα απαλλαγώ από το άγχος μου;». Ο άνθρωπος συχνά θα καταλάβει ότι κάτι του συμβαίνει και αδυνατεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα ή πώς είναι μπλεγμένος σε αυτά. Ερωτήματα που θα ακούσουμε συχνά στη κλινική πράξη και που ο θεραπευόμενος καλείται με την βοήθεια του θεραπευτή να δώσει τις δικές του απαντήσεις. Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία λαμβάνει πολύ σοβαρά το ζήτημα της δυσφορίας και ψυχικής οδύνης του ανθρώπου, πέρα από κάθε έννοια γρήγορων, πρόχειρων ή βραχυπρόθεσμων λύσεων ‘διαγραφής’ συμπτωμάτων (π.χ. άγχος, κατάθλιψη), εγείροντας τα πιο βαθιά ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη. Τα ‘αποτελέσματα’ αυτής της διαδικασίας, δεν μπορούν να προβλεφθούν ως προς το περιεχόμενο και τη σειρά τους, και κυρίως δεν μπορούν να σκηνοθετηθούν. Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία δεν λειτουργεί λοιπόν μ’ έναν παρόμοιο με την εποχή ρυθμό, ούτε έχει ως τακτική της την άμεση παροχή μιας έτοιμης λύσης για το θεραπευόμενο, αλλά στοχεύει κυρίως στην ανάδυση της υποκειμενικότητας του, και τον ενθαρρύνει να την αναλάβει.
Η υπαρξιακή θεραπευτική προσέγγιση δεν λειτουργεί καθολικά, αλλά περιπτωσιολογικά. Ο θεραπευόμενος δηλαδή προσεγγίζεται ως ένα υποκείμενο που διατηρεί μια μοναδική αλήθεια για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το κόσμο, τη ζωή, τους ανθρώπους και τις σχέσεις του με αυτά. Είναι μια δυναμική προσέγγιση που καταπιάνεται με ανησυχίες, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην ύπαρξη του ανθρώπου, και δίνεται έμφαση στα υπαρξιακά δεδομένα της ζωής του (ελευθερία, θάνατο, μοναξιά, επιλογές, παραδοξότητα, ευθύνη, αγωνία, κλπ.), όταν αυτά αναδύονται. Δεν εξυπακούεται όμως ότι αυτός είναι αυτοσκοπός και ο θεραπευτής δεν εργάζεται ‘υποχρεωτικά’ με αυτά και μόνο τα ζητήματα, αλλά δίνει προσεκτικά σημασία σε αυτό που απασχολεί τον θεραπευόμενο, με τον τρόπο που τον απασχολεί, και εργάζεται διαλεκτικά, με ανοιχτότητα και ευελιξία, χωρίς δογματισμούς και χρήση ερμηνειών.
Μέσα στην ‘ευρυχωρία’ του θεραπευτικού χώρου, δίνεται στον θεραπευόμενο μια μοναδική ευκαιρία να εισακουστεί προσεκτικά αλλά κυρίως να ακούσει ο ίδιος και να διερευνήσει την ομιλία του με ένα πρωτόγνωρο τρόπο, να ανασύρει την επιθυμία του από την κρυπτότητά της, να τη φωτίσει και να την αναλάβει. Καλείται να μιλήσει ‘ασυγύριστα’ και δίχως ‘φίλτρο’, γι’ αυτά που τον κάνουν να δυσφορεί, γι’ αυτά που φαίνεται να μην αντέχει και τον ταλαιπωρούν, γι’ αυτά που θεωρεί ότι τον α-κινητοποιούν και τον καθηλώνουν. Για τ’ αδιέξοδα του και πως εμπλέκονται οι άλλοι σε αυτά. Εγείρονται ερωτήματα που μέχρι τώρα φαίνονταν αδιανόητα, αν-εξήγητα. Ερωτήματα που δυναμικά προσκαλούν τον άνθρωπο να αναλάβει την υποκειμενικότητά, τη ζωή του, και να δώσει τις δικές του απαντήσεις.
